αγαλματένιος

αγαλματένιος
-ια, -ιο [άγαλμα]
1. αυτός που μοιάζει με άγαλμα
2. ωραίος, χυτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγαλματένιος, -ια, -ιο — όμοιος στη στάση και την ομορφιά με άγαλμα: Είχε ένα σώμα πραγματικά αγαλματένιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… …   Dictionary of Greek

  • αγαλματώδης — ες αγαλματένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγαλμα + κατάλ. ώδης] …   Dictionary of Greek

  • πλαστικός — ή, ό 1. αυτός που πλάθει ή πλάθεται: Πλαστικές ύλες, εύπλαστες ύλες, πλαστική εγχείρηση. 2. αυτός που έχει αρμονικές αναλογίες, αγαλματένιος. 3. το θηλ. ως ουσ., πλαστική, η η τέχνη του πλάστη, του τεχνίτη αγαλμάτων, αγγείων κτλ.: Η πλαστική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”